σκοινένιος

σκοινένιος
-α, -ο, Ν
βλ. σχοινένιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σχοινένιος — και σκοινένιος, α, ο, Ν [σχοινί] φτειαγμένος από σχοινί, σχοίνινος …   Dictionary of Greek

  • σχοίνινος, -η, -ο — και σκοινένιος, ια, ιο φτιαγμένος από σχοινί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”